- ἐφέδρανον
- ἐφέδρανονthat on which one sitsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφέδρανον — ἐφέδρανον, τὸ (Α) [εφέδρα] 1. το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, το κάθισμα, η έδρα («τὸ μὲν οἷον ἐφέδρανον γλουτός», Αριστοτ.) 2. το κάθισμα 3. φρ. «ἐφέδρανον ὄργανον» μηχάνημα πάνω στο οποίο κάθονταν οι εγχειριζόμενοι 4. στάβλος … Dictionary of Greek
ἐφεδράνου — ἐφέδρανον that on which one sits neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεδράνων — ἐφέδρανον that on which one sits neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδρανα — ἐφέδρανον that on which one sits neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)